επακοος

επακοος
    ἐπάκοος
    2
    дор. Pind. = ἐπήκοος См. επηκοος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επακοος" в других словарях:

  • επάκοος — ἐπάκοος, ον (Α) δωρ. τ. αντί ἐπήκοος* («ἐπάκοος γένευ» γίνου επήκοος, επάκουσε τις προσευχές μας, Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπάκοος — ἐπά̱κοος , ἐπήκοος listening masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επήκοος — ον (AM ἐπήκοος, ον Α και δωρ. τ. έπάκοος, ον) φρ. «εἰς ἐπήκοον» σε τέτοια απόσταση ή θέση που να ακούν όλοι («ἔστησαν εἰς ἐπήκοον», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που ακούει με προσοχή («τῶνδ ἐπήκοοι κακῶν», Αισχύλ.) 2. (για θεούς) αυτός που εισακούει τις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»